-
1 συλαω
1) вынимать (из чехла)(τόξον Hom.)
2) снимать, удалять(πῶμα φαρέτρης Hom.)
3) снимать, стаскивать, срывать(τεύχεα ἀπ΄ ὤμων Hom.)
σ. νεκροὺς ἔναρα Hom. — снимать доспехи с убитых4) грабить, обирать(τὰ ἱρά Her.; τοὺς Καρχηδονίους Arst.)
5) отнимать, похищать(χρήματα πολλά Her.)
σ. τινά τι Her. — похищать что-л. у кого-л.;σεσυλημένον ἄγαλμα Her. — похищенное изображение;μή τι συλᾶται βίος τινός ; Eur. — уж не умер ли кто-л.? (досл. уж не похищена ли чья-л. жизнь?);σ. πάτρας τινά Eur. — изгонять кого-л. из отечества;συλαθεὴς ἀγενείων Pind. — вырванный из числа юношей, т.е. ставший мужем;6) вводить в расходы(ἄλλας ἐκκλησίας NT.)
См. также в других словарях:
συλώ — συλῶ, άω, ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. σουλώ Α λαφυραγωγώ, διαρπάζω, ιδίως ναούς κ.ά. ιερούς χώρους λεηλατώ (α. «σύλησαν τους ναούς και τα μοναστήρια» β.»ἄλλας ἐκκλησίας ἐσύλησε...», ΚΔ γ. «τὰ ἱερὰ συλήσαντες ἐνέπρησαν», Ηρόδ.) αρχ. 1. παίρνω τα όπλα και… … Dictionary of Greek
πρόσοδος — Όρος που χρησιμοποιείται για το σύνολο των εσόδων που εισπράττει περιοδικά ένα πρόσωπο (τόκοι, μερίσματα, ενοίκια, διατροφές κλπ.), ή γενικότερα για το εισόδημα που έχει κάποιος χωρίς να εργάζεται. Στην οικονομία η π. (ή συνηθέστερα η έγγεια π.) … Dictionary of Greek